ανεβαίνω, ρ. [<μσν. ἀνεβαίνω <αρχ. ἀναβαίνω],
ανεβαίνω. 1α. πηγαίνω, μετακινούμαι από τα νότια της χώρας στα βόρεια:
«δυο φορές το μήνα ανεβαίνω απ’ την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, γιατί τη λατρεύω
αυτή την πόλη» β. πηγαίνω, μετακινούμαι από τα παράλια προς την
ενδοχώρα: «πήρα το εμπόρευμα απ’ το λιμάνι κι ανεβαίνω στο χωριό». γ. πηγαίνω,
μετακινούμαι από το κέντρο της πόλης στην περιφέρεια: «μια κι ανεβαίνω στο
σπίτι, αν θες, μπορώ να σε πάρω με τ’ αυτοκίνητό μου». 2. η ψυχική μου
διάθεση πηγαίνει όλο και προς το καλύτερο, και για το λόγο αυτό νιώθω
βεβαιότητα, σιγουριά για το μέλλον, τα βλέπω όλα στη ζωή μου πιο αισιόδοξα, πιο
ρόδινα: «όταν είναι στις μαύρες του, δε μιλιέται, αλλά όταν αρχίζει ν’
ανεβαίνει, ξεσαλώνει σαν μικρό παιδί». 3α. αποκτώ ψηλότερη κοινωνική
θέση, πετυχαίνω στη ζωή μου: «κουράστηκε πολύ στη ζωή του, αλλά στο τέλος
κατάφερε ν’ ανέβει σε πείσμα των εχθρών του». β. αποκτώ φήμη: «τον
τελευταίο καιρό, ανέβηκε πολύ ως ηθοποιός». 4. επιβιβάζομαι σε κάποιο
μεταφορικό μέσο: «μόλις ανέβηκαν στ’ αυτοκίνητο, έφυγαν». 5. σκαρφαλώνω:
«ανέβηκε μέχρι την κορυφή του βουνού || ανέβηκε στο δέντρο για να κόψει
καρπούς». (Λαϊκό τραγούδι: θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο
ψηλότερο βουνό, ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά). 6.
νιώθω σταδιακά ανερχόμενη ευφορία από την κατανάλωση αλκοόλ ή τη χρήση
ναρκωτικού: «με τις πρώτες γουλιές αρχίζει κι ανεβαίνει αυτός ο άνθρωπος || με
τις πρώτες ρουφηξιές απ’ το τσιγαρλίκι, άρχισε ν’ ανεβαίνει». (Ακολουθούν 40
φρ.)·
- ανέβα
να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις, ειρωνική αναφορά σε πολύ ψηλή γυναίκα:
«όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά πολύ ανέβα να φιλήσεις, κατέβα να γαμήσεις, ρε
παιδάκι μου!». Είναι και φορές που για να επιτείνει την ειρωνεία, η φρ. κλείνει
με το στο τέλος ξέχασες γιατί ξάπλωσες μαζί της ή σε τρώνε οι
διαδρομές ή γίνεσαι πτώμα απ’ τις διαδρομές·
- ανεβαίνει
δυο δυο τα σκαλιά, βλ. λ. σκαλί·
- ανεβαίνει
η κατανάλωση, βλ. λ. κατανάλωση·
- ανεβαίνει
ο υδράργυρος, βλ. λ. υδράργυρος·
- ανεβαίνει
το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
- ανεβαίνουν
οι σφυγμοί μου, βλ. λ. σφυγμός·
- ανεβαίνουν
οι τιμές, βλ. λ. τιμή·
- ανεβαίνουν
οι τόνοι, (για συζητήσεις), βλ. λ. τόνος·
- ανεβαίνω
κοινωνικά, βλ. λ. κοινωνικός·
- ανεβαίνω
στα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- ανεβαίνω
στα ύψη, βλ. λ. ύψος·
- ανεβαίνω
στη σκηνή, (για θεατρικά έργα),βλ. λ. σκηνή·
- ανεβαίνω
στην εκτίμηση (κάποιου), βλ. λ. εκτίμηση·
- ανεβαίνω
στην εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- ανεβαίνω
στην ποδιά (κάποιου), βλ. λ. ποδιά·
- ανεβαίνω
στο θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- ανεβαίνω
τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- ανέβηκαν
οι μετοχές του, βλ. λ. μετοχή·
- ανέβηκαν
τα μποφόρια, βλ. λ. μποφόρια·
- ανέβηκαν
τα ντεσιμπέλ μου, βλ. λ. ντεσιμπέλ·
- ανέβηκε
η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ανέβηκε
η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- ανέβηκε
η δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- ανέβηκε
ο πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- ανέβηκε
στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ανέβηκε
στον ουρανό ή ανέβηκε στους ουρανούς, βλ. λ. ουρανός·
- ανέβηκε
το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. λ. αίμα·
- ανέβηκε
το κασέ μου, βλ. λ. κασέ·
- ανέβηκε
ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- δώσε
θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- είδα
φως κι ανέβηκα, βλ. λ. φως·
- κράτα
με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό, βλ. λ. βουνό·
- μου
ανεβαίνει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), μου
σηκώνεται, έχει αρχίσει η διαδικασία της στύσης και, κατ’ επέκταση, είμαι
ικανός να επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «φέρε μου τη γυναίκα σου και σου λέω
εγώ αν μου ανεβαίνει ή όχι»·
- μου
ανεβαίνει η πίεση, βλ. λ. πίεση·
- μου
ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου
ανέβηκε η αδρεναλίνη, βλ. λ. αδρεναλίνη·
- μου
ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- ο
κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- ό,τι
ανεβαίνει δεν κατεβαίνει, λ. κατεβαίνω·
- ό,τι
ανεβαίνει, κατεβαίνει, βλ. λ. κατεβαίνω.